- συζητητικώς
- επίρρ. путём дискуссии, переговоров;
τα παγκόσμια προβλήματα δύνανται να λυθούν συζητητικώς — международные проблемы должны решаться путём переговоров
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τα παγκόσμια προβλήματα δύνανται να λυθούν συζητητικώς — международные проблемы должны решаться путём переговоров
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συζητητικός — ή, ό / συζητητικός, ή, όν, ΝΑ [συζητῶ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συζήτηση («συζητητικὸς τρόπος» ο τρόπος διεξαγωγής συζήτησης, Φιλόδ.) νεοελλ. 1. (για πρόσ.) αυτός που έχει διαλεκτική δεινότητα, ικανός ή επιδέξιος στη συζήτηση 2. φρ.… … Dictionary of Greek